προστυχόπραμα
Смотреть что такое "προστυχόπραμα" в других словарях:
προστυχόπραμα — το, Ν 1. πρόστυχος άνθρωπος 2. ευτελές, κακής ποιότητας εμπόρευμα … Dictionary of Greek
προστυχόπραμα — το, ατος πράγμα ευτελές, κακής ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)